Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2007

Νέα Υόρκη...

Ήταν αργα. Η νύχτα είχε πέσει βαριά στην πόλη. Ο κακοφωτισμένος δρόμος που οδηγούσε στο σπίτι μου έμοιαζε να έχει βγει απο ταινία θρίλερ. Προχωρούσα αργά με το κεφάλι σκυφτό προσέχοντας που πατάω, αποφεύγοντας τις λακούβες που είχαν γεμίσει νερό εξαιτίας της πρωινής βροχής. Τα τακούνια μου ακούγονταν εκωφαντικά στην τόσο ήσυχη ώρα της νύχτας. Τα πόδια μου έτρεμαν απ το κρύο, αλλά δεν μπορούσα να κάνω κάτι γι αυτό. Μόνο προχωρούσα σφίγγοντας όσο πιο πολύ μπορούσα γύρω μου το μικροσκοπικό γουνάκι που φορούσα στους ώμους μου. Τα μάτια μου ήταν πρησμένα απ το κλάμα και τα χείλη μου ματωμένα. Ματωμένα. "Είσαι μια ελεινή πουτάνα...".Φορούσα ενα μπλουζάκι μαύρο, που το μόνο που έκρυβε ήταν το στήθος μου, μια μικροσκοπική φούστα που αν έκρυβε το εσωρουχο μου θα ήμουν πολύ ευτυχισμένη, ψηλοτάκουνες μαύρες γόβες και διχτυωτό μαύρο καλσόν. Τα πόδια μου ήταν μακριά και αδύνατα. Ωραία πόδια. "Μόνο για να τα ανοίγεις και να σε γαμάνε είναι αυτά τα πόδια...".
Ξαφνικά άκουσα ένα κλαράκι να σπάει πίσω μου. Σταμάτησα για λίγο καθώς ένιωσα το αίμα να παγώνει στις φλέβες μου, και ένας κρύος ιδρώτας άρχισε να τρέχει επάνω στο κορμί μου. Αφουγκράστηκα το περιβάλλον μου. Δεν ακουγόταν το παραμικρό. Μόνο οι σταγόνες της υδροροής που έπεφταν στον δρόμο. Κούνησα το κεφάλι αποδοκιμαστικά, θα το φαντάστηκα. Ποιος τρελός θα κυκλοφορούσε εδώ τέτοια ώρα...Κατέβασα το κεφάλι ξανά στο δρόμο και συνέχισα την πορεία μου. Σε λίγο ξανα άκουσα βήμματα πίσω μου και αυτή τη φορά ήμουν σίγουρη πως κάποιος ήταν πίσω μου. Δεν σταμάτησα. Δεν γύρισα να κοιτάξω. Επιτάχυνα το βήμμα μου, όσο μου επέτρεπαν τα τακούνια μου. Τα βήμματα πίσω μου γίνονταν όλο και πιο βαριά, γρήγορα, αντρικά. Ο φόβος είχε κυριεύσει κάθε εκατοστό του κορμιού μου. Ήθελα τόσο να γίνει κάτι μαγικό και να βρεθώ στο σπίτι μου.
Συνέχισα να περπατάω γρήγορα παρακαλώντας απο μέσα μου το Θεό να μην συμβαίνει τίποτα απο όλα αυτά. Ξαφνικά η φωνή του ακούστηκε βροντερή και έκανε την καρδιά μου να πάψει να χτυπάει για μερικά δευτερόλεπτα. "Κοπελιά...πας σπίτι; Έλα σε μενα...θα σε πάω εγώ σπίτι..." είπε ο άντρας με την γλυώδη φωνή του. Ένιωσα τον εαυτό μου να αηδιάζει. Χωρίς να το χω καταλάβει είχα κοκκαλώσει. Ο άντρας με πλησίασε και άγγιξε τον ώμο μου. Μόλις αισθάνθηκα το χέρι του στρίγγλισα αηδιασμένη και άρχισα να τρέχω. Ο άντρας φάνηκε να αιφνιδιάζεται όμως έπειτα γελώντας με ένα στριγγό γέλιο άρχισε να τρέχει πίσω μου. "Μικρή μικρή, που νομίζεις πως θα κρυφτείς..." έλεγε και ξανα έλεγε μέσα στα γέλια του. Φοβόμουν τόσο πολύ και συνέχιζα να τρέχω. Πέταξα το γουνάκι μου στο δρόμο και έβαλα τα δυνατά μου για να φύγω μακριά του. Εκείνος όμως ήταν πιο γρήγορος. Με πρόλαβε και έπεσε επάνω μου κρατώντας με απ τη μέση. Το πρόσωπο μου χτύπησε στο βρεγμένο τσιμέντο και ένιωσα τον πόνο να με μουδιάζει ολόκληρη. Ο άντρας ακόμα γελούσε. Με γύρισε ανάσκελα εγώ όμως τον έβλεπα θολά, μέσα απ το αίμα που στάλαζε από ολόκληρο το πρόσωπο μου και μου έβρεχε τα μάτια. Το μόνο που ξεχώρισα ήταν το χαμόγελο του. Ένα χαμόγελο ειρωνικό, υστερικό. Τρομακτικό. "Νόμιζες ότι θα έφευγες τόσο γρήγορα απο μένα. Νόμιζες οτι ήσουν καλύτερη από μενα. Λοιπόν, σου έχω νέα. Είσαι μια πουτάνα. Και καμιά πουτάνα δεν είναι καλύτερη απο μένα. Σωστά;" μου έλεγε. Εγώ ήμουν σχεδόν αναίσθητη και δεν μπορούσα να αντιδράσω σχεδόν καθόλου. "Σωστά;" μου φώναξε ξανά κραδαίνοντας με δυνατά απ τους ώμους. "Ναι..." κατάφερα να ψελλίσω. Ο άντρας άρχισε να γελάει και πάλι. Το γέλιο του αντηχούσε δυνατό. "Το ήξερα. Και αφού είσαι πουτάνα ώρα να εξασκήσεις το επάγγελμα σου..." μου είπε και μου έσκισε το καλσον με μια απόμη κίνηση. Έπειτα ξεκίνησε να ξεκουμπώνει το παντελόνι του. "Σε παρακαλώ..." του ψιθύρισα σε μια τελευταία προσπάθεια να γλυτώσω. "Αυτό θέλω και εγώ, να με παρακαλάς..." μου είπε κολλώντας το στόμα του στο αυτί μου. Ένιωσα τα δάκρυα να κυλάνε στα μάγουλα μου και ένιωσα μεγάλη έκπληξη μ αυτό. Δεν το πίστευα πως μπορούσα ακόμα να κλάψω. Ο άντρας βλέποντας τα δάκρυα μου άρχισε πάλι να γελάει υστερικά. Έπειτα τελείωσε με το ξεκούμπωμα του παντελονιού του και μου άνοιξε τα πόδια. Δεν είχα δύναμη να αντισταθώ. Με βίασε. Μία...δύο...τρεις...πονούσα...τέσσερις...πέντε...έξι...εφ...λιποθύμησα.
Ο άντρας φοβηθηκε. Νόμιζε πως με σκότωσε και βρίζοντας έφυγε τρέχοντας μακριά μου. Έμεινα εκεί, ξαπλωμένη για περίπου οχτώ ώρες. Ούτε όταν ξημέρωσε δεν σταμάτησε ένας άνθρωπος να δει τι είχα πάθει, τι είχε γίνει.
Συνήλθα το μεσημέρι και κοίταξα αποχαυνωμένη τον ουρανό και τον κόσμο γύρω μου. Το ξεραμένο αίμα απ τις πληγές του προσώπου μου με πονούσε σε κάθε κίνηση μου. Μετά απο λίγο βρήκα το κουράγιο και σηκώθηκα. Έπρεπε να πάω σπίτι. Η μικρή ήταν μόνη της τόσες ώρες. Το αγγελούδι μου θα είχε ανησυχήσει για τη μαμά του.
Περπάτησα παραπατώντας λίγα μέτρα στο στενό δρόμο που το προηγούμενο βράδυ είχε γίνει μάρτυρας του βιασμού μου και έπειτα βγήκα στον κεντρικό. Τα αυτοκίνητα πηγαινοέρχονταν με γρήγορους ρυθμούς. Δίπλα μου περνούσαν εκατοντάδες άνθρωποι. Όλοι με τις ζωές, τα προβλήματα, τους εαυτούς τους. Δεν υπάρχει χρόνος να νοιαστούν για μια νέα κοπέλα σαν εμένα. Περπάτησα την υπόλοιπη διαδρομή για το σπίτι και κανένας δεν έριξε το βλέμμα του επάνω μου, ούτε για να με κοροιδέψουν. Μπήκα στην παλιά οικοδομή όπου και βρίσκονταν το μικρό διαμέρισμα μου και ανέβηκα τις σκάλες μέχρι τον τέταρτο όροφο. Άνοιξα την πόρτα απαλά και μπήκα μέσα. Προχώρησα στο υπνοδωμάτιο και κοίταξα την κούνια του μωρού μου. Κοιμόταν ήσυχα η μικρή Αγγελική μου. Κοιμόταν ήσυχα. Ευτυχώς που δεν ήταν ξύπνια, να δει τη μητέρα της σ αυτά τα χάλια. Πήγα στο μπάνιο και τρόμαξα με την εικόνα του εαυτού μου στον καθρεύτη. "πως μπορούσαν να μην με κοιτάνε στο δρόμο;" αναρωτήθηκα. Έπειτα κούνησα το κεφάλι και άρχισα να καθαρίζω προσεκτικά τα τραύματα του κορμιού μου. Τα τραύματα της ψυχής μου ήταν ανεξίτηλα όμως...
Αυτή η πόλη με τρομάζει...
Με τρομάζει, γιατί φοβάμαι οτί μου μοιάζει...
Νέα Υόρκη...αλήτισσα και κλέφτισσα...κοίτα πως έκανες τα παιδιά σου...

Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2007

Τα αστέρια...

"31,32,33..." μετράω τα αστέρια απόψε το βράδυ..
"34,35,36..."σ έχω κοντά μου και αυτό μου φτάνει...
"37,38,39..."η ανάσα σου αχνίζει στον κρύο αέρα...
"40,41,42..."η καρδιά σου μακραίνει μέρα με τη μέρα...
"43,44,45..."κοιτάω ψηλά και τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα...
"46,47,48..."τα δικά σου ακουμπούν το πάτωμα...
"49,50,51..."σου ζητώ να με αγκαλιάσεις...
"52,53,54..."με κοιτάς και χαμογελάς απλά...
"55,56,57..."δεν τολμώ να σ ακουμπήσω...
"58,59,60..."μου χτυπάς τον ώμο φιλικά...
"61,62,63..."μετράω τα αστέρια και κατεβάζω το κεφάλι...
".................."δεν μιλάς μόνο αφήνεις τον ώμο μου και γλιστράς απαλά μακριά μου...
".................."δεν έχω κουράγιο να σε φωνάξω...
".................."προχωράς με βήματα προς τα πίσω...
".................."νιώθω την καρδιά μου νεκρή....
".................."προχωράς και χάνεσαι αργά στο σεληνόφως...
".................."γυρίζω το κεφάλι και σε βλέπω να χάνεσαι...
".................."για μια στιγμή σταματάς...
".................."οι ελπίδες μέσα μου ζουν ξανά...
".................."βάζεις στα χέρια στις τσέπες και με έναν ελαφρύ αναστεναγμό συνεχίζεις...
".................."πεθαίνω για δεύτερη φορά...
".................."ο ήχος των βημμάτων σου χάνεται σιγά σιγά...
".................."κάθε βήμμα και ένας μικρός θάνατος για μένα...
".................."η μορφή σου δεν διακρίνεται πια...
".................."τα δάκρυα κυλούν αθόρυβα στα μάγουλα μου...
".................."σε κατάπιε η μαύρη σκιά των δέντρων...
".................."κοιτάω τη γη για λίγο και έπειτα ξανά τον ουρανό...
"64,65,66..."μετράω τα αστέρια απόψε...
"66,67,68..."μου έφτανε που ήσουν εδώ....

Τρίτη 24 Ιουλίου 2007

Δεν έχω λόγια...

Ο ήλιος ανατείλει και δύει απ το ίδιο σημείο...φωτίζει και απεγκλωβίζει τους ίδιους τόπους...η θάλασσα αγγίζει και τρέφει τα ίδια σημεία...βρέχει και στεγνώνει στους ίδιους τόπους...
Οι άνθρωποι αλλάζουν...
Απόγευμα Δευτέρας και όλα μοιάζουν μακρινά...η θάλασσα, ο ήλιος, οι άνθρωποι...ξαφνικά κοιτάζω έξω απ το παράθυρο του μεγάλου δυσκίνητου λεωφορείου και βλέπω τη θάλασσα να τρέχει δίπλα μου να με προλάβει...να μου ψιθυρίσει κάτι ακόμα,να ξανα βρέξει τα πόδια μου, να αγαπηθεί ξανά μαζί μου...την κοιτάω κατάματα...ό ήλιος δύει εκείνη την ώρα και για πρώτη φορά τον νιώθω να δακρύζει έτσι όπως βλέπω τις χρυσές του αχτίνες να πέφτουν πάνω στην γαλαζοπράσινη θάλασσα. Νομίζεις πως βρέχει χρυσάφι. Μα είναι παραίσθηση. Ψευδαισθηση. Τίποτα άλλο. Χα...οι άνθρωποι αλλάζουν...
ΒράδυΤρίτης και δεν μπορώ να καταλάβω πως πέρασαν τόσες ώρες σ ένα μόνο δευτερόλεπτο...γιατί...πριν ένα δευτερόλεπτο δεν ήταν που σε κρατούσα στην αγκαλιά μου; Έτσι μου φάνηκε...Νιώθω μόνη...τελικά πολλές φορές δεν έχει σημασία το που, το πότε και το πώς...απλά κάποιες φορές χρειάζεται μόνο μια αγκαλιά...μια αγκαλιά...και ένα φιλί...πόσο μου λείπει ένα φιλί...και ας πέρασε ένα δευτερόλεπτο ή μήπως...ένας αιώνας;
Οι άνθρωποι αλλάζουν...
Κοίτα όμως τον κόσμο αυτό...τον φτιάξαμε εσύ και γώ...και τον αφήσαμε αιώνια βασανισμένο με κανένα λυτρωμό...ακόμα κι αν η θάλασσα προσπαθεί να ξεπλύνει το αίμα...να στεγνώσει το δέρμα...
Οι άνθρωποι αλλάζουν...

Κυριακή 15 Ιουλίου 2007

Χωρίς Τίτλο 2

Δεν με πειράζουν οι δυσκολίες. Δεν με κουράζει η δουλειά. Όποια δουλειά κι αν είναι.
Δεν στεναχωριέμαι όταν δεν έχω χρήματα. Ξέρω ότι αφού προσπαθώ αργά ή γρήγορα θα έχω τόσα όσα χρειάζομαι για να ζήσω.
Αυτό που με κάνει κομάτια, με κατεδαφίζει κυριολεκτικά, είναι η κατήφεια...η απαισιοδοξία...η μέρα χωρίς χαμόγελο...η γρκίνια.
Ότι συμβαίνει στη ζωή μας- αυτό το έχω μάθει καλά- δεν είναι μόνιμο. Όλα αλλάζουν απ τη μια στιγμη στην άλλη είτε θετικά είτε αρνητικά.
Αυτό που είναι μόνιμο είναι ο θάνατος. Η οριστική απώλεια.
Όταν λοιπόν, περνά μια μέρα χωρίς χαμόγελο, χωρίς αισιοδοξία, είναι για μένα ένας μικρός θάνατος.
Και τότε θρηνώ. Και γίνομαι κομμάτια. Αρνούμαι να ζήσω μια ζωή γεμάτη απο μικρούς θανάτους. Αρνούμαι μετά απο κάθε φορά, απο μια τέτοια στιγμή, να προσπαθώ να επανασυγκοληθώ για να συνεχίσω να αγωνίζομαι γι αυτό που εγώ νομίζω ζωή. Κάθε φορά, χάνω και ένα μικρό κομματάκι απ την ψυχή μου.
Ζωή για μένα είναι να δέχεσαι ότι φέρνει το κύμμα της θάλασσαςκαι αν δεν σου αρέσει να το παλέυεις. Αν σου αρέσει να το γλεντάς. Κι αν δεν παλεύεται, θα 'ρθει το άλλο κύμα να σε πάρει και ίσως να είναι καλύτερα...ή χειρότερα.
Η ομορφιά της ζωής όμως, είναι εδώ ακριβώς. Στις εκπλήξεις. Στην πρόκληση της καθημερινότητας. Ακόμη και οι δυσκολίες έχουν τν ομορφιά τους. Γιατί όταν τις ξεπεράσεις...με όποιο τρόπο...αισθάνεσαι περήφανος. Σαν τον καπετάνιο που σώζει ετο καράβι του απο μια τρικυμία, ενώ ξέρει οτι θα 'ρθει κι άλλη...κι άλλη...κι άλλη...
Μέχρι να έρθει ο θάνατος...
Σας παρακαλώ μη με σκοτώνετε καθημερινά πριν την ώρα μου...

Παρασκευή 13 Ιουλίου 2007

Χωρίς τίτλο...

Η πίκρα στάλαξε
σαν το φαρμάκι
κι εγινε μέσα μου ωκεανός
η αγαπη άλαξε
εγινε απάτη
χωρίς εξήγηση γιατί και πως

Εμεις που ήμασταν
δυο σε ένα
κομμάτια γίναμε
μικρά...χαμένα
και απλωθήκαμε
και σκορπιστήκαμε..
στο σύμπαν όλο...
σαν κονιοφώς...

Τι να μαζέψουμε
τι να κρατήσουμε...
αν θέλεις πάμε
απ την αρχή
να γεννηθούμε...
να αγκαλιαστούμε...
να ξαναζήσουμε...
σ άλλη ζωή...

Δευτέρα 11 Ιουνίου 2007

Για τον Στέφανο Κοκολογιάννη και τη σύζηγο του...

Το παιδικό σου κλάμα έπαψε και εσύ λυτρώθηκες...το μικροσκοπικό σου κορμάκι απαλάχτηκε απ' τους πόνους και τώρα η μικρή, ανόθευφτη ψυχούλα σου...που της έμελλε να περάσει απ αυτή τη γη και αντιμετωπίσει την ανευθυνότητα κάπιων ...πετάει σαν περιστέρι κατάλευκο στον ουρανό και όλοι οι ουράνιοι άγγελοι τραγουδούν για σένα τραγούδι λυτρωτικό, απαλό...
Νανούρισμα γλυκό, που τα ξερά πια χείλη της μαμάς δεν πρόλαβαν να σου σιγοτραγουδήσουν...ματιά ζεστή και τρυφερή που τώρα τα υγρά μάτια της μαμάς σε ψάχνουν να στη δώσουν...αλλά δεν είσαι εδώ...και η ματιά μετέωρη κενή...πλέει σαν καράβι δίχως προορισμό στη θάλασσα των συναισθημάτων και η καταιγίδα της κατάθλιψης το νικά...το κατατροπώνει, το βυθίζει και τα μάτια ακόμα πιο υγρά...και η κούνια σου άδεια...δώρο της ζωής παρμένο πίσω άγαρμπα...και η κούνια βουβή...ψυχούλα ταξιδευμένη στον ουρανό των αγγέλων...και τα φορμάκια αφόρετα...ήσυχα, απαίσια, ατελείωτα βράδια...και το μπιμπερό στο ντουλάπι...
Δεν θα αγκαλιάσεις ποτέ τη μαμά...δεν θα την φωνάξεις ποτέ μαμά...δεν θα τρέξεις ποτέ στην αγκαλιά του μπαμπά...και όλα ή μάλλον τίποτα δεν θα είναι όπως παλιά...η θέση σου στο τραπέζι της ζωής θα μείνει για πάντα κενή και κανείς δεν μπορεί να την αναπληρώσει...και κανείς δεν αναλαμβάνει τις ευθύνες του...
Ήρθες σαν το χριστουγεννιάτικο δώρο ενός μικρού παιδιού, που το περίμενει όλο το χρόνο και ανυπομονεί κάτω απ το δέντρο...και όταν επιτέλους το δώρο έρθει το παιδί το αγγιξε και το δώρο έσπασε....και ο πόνος είναι απερίγραπτος...και τα δάκρυα καυτά...και η κούνια κενή...και τα φορμάκια αφόρετα...και τα κλάμματα ανύπαρκτα...και το μπιμπερό στο ντουλάπι...και η μαμά να προσπαθεί να σώσει το καράβι απ την καταιγίδα της κατάθλιψης και να μην μπορεί να κρατηθεί απο σένα...γιατί εσύ άγγελε έφυγες νωρίς...και τώρα πετάς...σε ουρανούς μακρινούς...σε χώρες μαγικές...χωρίς την αγκαλιά της μαμάς...και κανείς δεν αναλαμβάνει ευθύνες...και ΚΑΝΕΙΣ δεν σε νοιάζεται...και η μάνα πονά...
και θα πονά...
γιατί χάθηκες άγγελε...

Σάββατο 9 Ιουνίου 2007

Σπασμένα γυαλιά...

Σπασμένα γυαλιά...και το φως της νύχτας καθρεφτίζεται σε κάθε χιλιοστό τους...σπασμένα γυαλιά...και κάθε εκατοστό τους βαθιά μπηγμένο στο απαλό δέρμα...σπασμένα γυαλιά και το απαλό δέρμα μια θάλασσα απο αίμα...βάφει τώρα πια...τα σπασμένα γυαλιά...κάθε μέτρο και κενό...κάθε εκατοστό και πόνος...κάθε χιλιοστό και μοναξια...κενό...πόνος...μοναξιά...και σπασμένα γυαλιά...
Σπασμένα γυαλιά...και το μυαλό τρελαίνεται απο τα αναπάντητα γιατί...πως...πότε...το μυαλό δεν μπορεί να καταλάβει...ποτέ ξανά...σπασμένα γυαλιά...μια ζωή...μια μηχανή...μια παιδικότητα χαμένη...τραγική...βράδια...ατέλειωτα σκοτάδια...ρούχα, αρώματα και χαμένα χάδια...
Σπασμένα γυαλιά και τόση μοναξιά...χαμόγελα, μάτια γλυκά, πρόσωπα ήρεμα...όλα χάθηκαν...όλα κόπηκαν απ τα σπασμένα γυαλιά...
Σπασμένα κόκκινα γυαλιά...στην άσφαλτο κοίτωνται νεκρά...χωρίς τη λάμψη του ουρανού...έξω απ την αυλή του Θεού...Σπασμένα αιματοβαμμένα ήταν τα γυαλιά και όλα έμοιαζαν...τόσο δυνατά...ο πόνος ο μεγάλος κρύβεται σαν μικρό παιδί...κρύβεται και περιμένει μια αδύναμη στιγμή...να καρφώσει το μαχαίρι...να σε πιάσει απ το χέρι...να σε ρίξει πάλι ξανά...στα σπασμένα γυαλιά...
Μια ιστορία που δεν τελειώνει...ένα κλάμμα που δεν λυτρώνει...ένα φονικό που σκοτώνει...
Σπασμένα γυαλιά, μαζεμένα πρόχειρα στην άκρη...σκουπισμένα...μουδιασμένα απ τον πόνο και το δάκρυ...σπασμένα γυαλιά...τώρα πεταμένα...σε μια άκρη του μυαλού ναυαγισμένα...
Σπασμένα γυαλιά απο χρόνια παρατημένα...σπασμένα γυαλιά απ τη βροχή και το βοριά ξεπλυμμένα...σπασμένα γυαλιά...όχι πια αιματοβαμμένα...σπασμένα γυαλιά πια στρογγυλεμένα...σπασμένα γυαλιά...τόσο ακριβοπληρωμένα...σπασμένα γυαλιά...τόσα δάκρυα και αίμα...σπασμένα γυαλιά....στους διαδρόμους του μυαλού τώρα αφημένα...
Ίσως να ζητάς πολλά...ίσως μια ζωή, μια αγκαλιά να μην αξίζουν στη μοναξιά...ίσως πάλι τα σπασμένα γυαλιά...μια εικόνα μοναχά...ένας θάνατος χαμένος...μια απώλεια ανύπαρκτη...ένα άρωμα, ένα χρώμα, μια αγκαλιά...που δεν ταίριαζε στην μοναξιά...
Σπασμένα γυαλιά...με αίμα ποτισμένα...σπασμένα γυαλιά...τώρα πια στρογγυλεμένα...

Η φλόγα της ζωής...

Η ζωή, μοιάζει με τη φλόγα ένος κεριού...τόσο ασταθης,τόσο μικρή, τόσο φωτεινή, τόσο ζεστή...Υπάρχουν στιγμές που εύχεσαι να μην είχες γεννηθεί ποτέ...στιγμές που εύχεσαι να μην είχεσ ανάψει ποτέ αυτό το κερί...
Η φλόγα του σταθερή στην αρχή, μεγάλη, χαρίζει ζεστασιά και φως ...η ζωή ξεκινά γεμάτη όνειρα και ελπίδες, γεμάτη όρεξη και αγάπη γι αυτό που κάνει...μόνο λίγο , λίγο στάζει το κερί και σε καίει...μόνο λίγο, λίγο χάνεις τις ελπίδες...όμως η καύση είναι απαραίτητη για τη συνέχεια της ζωής και όταν τελικά το κερί έχει στάξει πολύ αρχίζει και τρεμοπαίζει...και νομίζεις πως θα σβήσει αλλά αυτό επιμένει με μια πιο αδύναμη εξωτερικά φλόγα...υπάρχουν όμως πάντα τρόποι για να δυναμώσει...τα πλήγματα στη ζωή είναι πολλά...ξυπνάς και πρέπει να είσαι έτοιμος για οποιοδήποτε τρεμόπαιγμα...ακόμα και αυτό που μπορεί να σε σβήσει...εσύ όμως ενώ το ξέρεις...συνεχίζεις να ζεις...επιμένεις χωρίς πολλές φορές να ξέρεις το γιατί...είναι η εσωτερική δύναμη του κεριού που σε βοηθά...είναι ένα χαμόγελο...ένα βλέμμα...μια ζεστασιά...και τότε εσύ τρεμοπαίζεις όλο και λιγότερο...κάθε στιγμή και περισσότερο οξυγόνο σου προσφέρεται και συ το καταναλώνεις αχόρταγα...θέλεις να ζήσεις...ακόμα κι έτσι...δεν θες να σβήσει η φλόγα του κεριού...συνέχεια στάζουν επάνω σου καυτά κομμάτια και σε πονάνε...και συ, εκεί...επιμένεις στη ζωή....
Και τότε ξαφνικά...έρχεται η μέρα που το φυτίλι τελειώνει...που το οξυγόνο δεν φτάνει πια για να σε κρατήσει ζωντανό...και τότε αναπάντεχα...αβίαστα...η φλόγα σιγοσβήνει...και συ σκέφτεσαι όλα τα καψίματα...όλες τις σταθερές στιγμές και τα νιώθεις τόσο οικεία γιατί τότε τα νιώθεις ανάμεικτα...νιώθεις πόνο γι αυτό που χάνεις...και χαρά γι αυτό που συναντάς...δάκρυα φτάνουν στα μάτια σου, όπως οι τελευταίες καυτές σταγόνες του κεριού...και ενώ εκείνο σβήνει απλώνοντας γύρω σου τον πόνο, τα δάκρυα και ένα..."ζωή, σ αγάπησα" και τότε στο τελευταίο σου δευτερόλεπτο συννειδητοποιείς πόσο τυχερός είσαι που έζησες...πόσο πολύτιμο δώρο σου προσφέρθηκε...τα μάτια σου κλείνουν απαλά...και τα χείλη σου μένουν μισάνοιχτα...στεγνα...και το σκοτάδι που άφησε πίσω της η φλόγα τα σκεπάζει όλα...και συ ηρεμείς...απο κάθε κάψιμο, κάθε τρεμόπαιγμα...ηρεμείς...μέχρι να αρχίσουν όλα απο την αρχή...μέχρι να ξανα ανάψει το κερί...

Το όνειρο...

Είδα ένα όνειρο, είδα την ψυχή μου να περπατάει σε ένα δρόμο γεμάτο λουλούδια με τον ήλιο να φωτίζει κάθε της βήμα...τον άνεμο να παρασύρει μια γλυκιά μελωδία, ένα κουδούνισμα...δεν κράτησε για πολύ...σύντομα τα λουλούδια μετατράπηκαν σε μαχαίρια κοφτερά που σε κάφε βήμα έκοβαν βαθιά την ψυχή μου...ο ήλιος κρύφτηκε φοβισμένος πίσω απ τη σελήνη και τότε μια λέξη επικράτησε...μοναξιά...ο αέρας δυνάμωσε και το κουδούνισμα έγινε βουητό...δυνατό, που ενοχλούσε την ψυχη μου...άρχισε να τρέχει γρήγορα, σκορπώντας αίμα γύρω της...σκόνταφτε έπεφτε μάτωνε...πάντα όμως συνέχιζε με το κεφάλι ψηλά...κι ας έτρεχαν τα δάκρυα ακατάπαυστα...το ωραίο της γαλάζιο φόρεμα είχε γίνει κόκκινο...σκούρο κόκκινο...βαμμένο απ το αίμα της...κι όμως συνέχιζε να τρέχει να ξεφύγει απ τη βασσίλισα, δικτάτορα Μοναξιά...παραπατούσε στους διαδρόμους του μυαλού μου...ζητούσε βοήθεια βουβά...τα δάκρυα της ικέτευαν για μια αγκαλιά...ΚΑΝΕΙΣ και η μοναξιά να μεγαλώνει...και η ψυχή μου να κλαίει...και να φεύγει...να φεύγει και να κλαίει...να τρέχει, να ματώνει, να ζητάει και κάπου βαθιά μέσα της να ελπίζει...να ελπίζει πως θα πάνε όλα καλά...αλλά η μοναξιά καραδοκούσε σε κάθε γωνιά...και κάθε διάδρομος ήταν γεμάτος καρφιά,γυαλιά,κομμάτια μιας καρδιάς που δεν υπάρχει πια...και θέλει μαζί της και την ψυχή μου...να πεθάνουν μαζί...
Η ψυχή όμως δεν είναι έτοιμη να παραδοθεί...όχι...ελπίζει πως θα ζήσει...ελπίζει πως μπορεί...

Πέμπτη 7 Ιουνίου 2007

Ο φοίνικας...

Λίγες ζεστές ηλιαχτίδες φωλιάζουν μέσα στο ασφθκτικά κλειστό δωμάτιο ζεσταίνοντας ή προσπαθώντας να ζεστάνουν το ακίνητο, σχεδόν νεκρικά ακίνητο κορμί σου.
Μεσα στο δωμάτιο βασσιλέυει ,μόνο ένας μονότονος ήχοσ...ένας ήχος ηλεκτρικός που σε κάθε του χτύπο σκοτώνει οτιδήποτε όμορφο και χαρίζει απλόχερα καυτά δάκρυα στο πρόσωπο μου...δάκρυα που καίνε τα μάγουλα μου...
Περίεργο ένας τόσο παγωμένος,ηλεκτρονικός ήχος, θανάσιμα μονότονος ήχος να προκαλεί τόσο μεγάλη απόγνωση...προκαλεί τόσο πόνο...τελικάτώρα καταλαβαίνω γιατί πάντα έλεγες πως είσαι άνθρωπος των άκρων...
Μήπως πριν λίγες μόνο μέρες δεν ήταν που περπατούσες στο πλάι μου, μου κρατούσες τρυφερά το χέρι και μου χαμογελούσες με κείνο το τόσο ζεστό χαμόγελο σου που το ένιωθα να ζεσταίνει την παγωμένη νεκρή μέχρι τώρα ζωή...καρδιά...ψυχή μου; Και τώρα...τώρα...το τώρα με πονάει...το τώρα μου στερεί τη ζεστασιά...ζεστασιά που τα δύσμοιρα μάτια μου προσπαθούν να καλύψουν με τα καυτά δάκρυα...ζεστασιά...κενό...
Τώρα τα μεγάλα καστανά μάτια σου παραμένουν ερμητικά κλειστά...παραμένουν καλά κλεισμένα...σφαλισμένα πίσω απ τα βλεφαρα σου...λες και φοβούνται τις αδιάκριτες ηλιαχτίδες που τρυπώνουν απ τη γωνιά του παραθύρου...ηλιαχτίδες που κάποτε λάτρευαν...τι συνέβει στα μάτια σου;
Τώρα τα άλλοτε κόκκινα χείλη σου...τα άλλοτε απαλά, υγρά, κόκκινα χείλη...αυτά που λάτρευαν να χαμογελούν και να αποκαλύπτουν το γλυκό σου χαμόγελο...αυτά τα χείλη τώρα παραμένουν σφιχτά δεμένα μεταξύ τους...λες και είχαν να ανταμώσουν πολύ καιρό...φίλοι καλοί...εραστές που χάθηκαν σε μια στιγμή και τώρα μένουν ενωμένοι...ενωμένοι για πάντα...τι συνε΄βει στα χείλη σου...
Τώρα η πάντα φωτεινή επιδερμίδα σου...το απαλό δροσερό σου δέρμα...έχει πάρει το χρώμα του νεκρού...του φρέσκου νεκρού...χλωμό...κίτρινο...παγωμένο χρώμα...παγωμένο και λευκό όπως τα χέρια μου τώρα που πάντα τα τρίβω ανήσυχα λες και κρατάω το λυχνάρι ανάμεσα τους και περιμένω να βγει το τζίνι...να του ζητήσω να σε φέρει πίσω...τι συνέβει στο δέρμα σου;
Δέρμα γεμάτο πληγές...πληγές που αργούν να θρέψουν...σκησμένα κομμάτια απ όπου σταλάζει το αίμα...όχι άλλο αίμα...
Μα...τι είναι όλα αυτά...σφαλισμένα, φοβισμένα μάτια...σφιχτά κλεισμένα,σαν εραστές που ξανα αντάμωσαν χείλη...δέρμα με πληγές κόκκινες και υγρές, λευκό και παγωμένο...τι σου συνέβει μάτια μου;
Οι διαδρόμοι του μυαλού μου ίδιοι με διαδρόμους φρενοκομείου όπου κυριαρχεί η παράνοια...τη μια στιγμή σκέφτομαι τα περασμένα, την άλλη σκέφτομαι εσένα...ακούω μέχρι και τη φωνή σου ξέρεις...τότε που μου έλεγες σ αγαπώ και ένιωθα όλο τον κόσμο γύρω μου πιο φωτεινό...Και μετά υπάρχουν στιγμές που ζω στην πραγματικότητα, στο τώρα..στο τώρα που εσύ ακροβατείς στο σκοινί της ζωής...και κεινο, τρέμει τόσο...τόσο που σε κάνει να νιώθεις την λαχανιασμένη,παγωμένη ανάσα του θανάτου στο λαιμό σου...και συ να ακροβατείς....
Νιώθω τόσο λίγη...τόσο αδύναμη να σε προστατέψω...νιώθω πως μια αγκαλιά...ένα ψιθυριστό σ αγαπάω...μια ζεστή ματιά δεν φτάνουν για σενα...
Αχ, αχ και να μουν φοίνικας...να τραγουδήσω ένα γλυκό τραγούδι και να χύσω τα πολίτιμα ζαφειρένια δάκρυα στις πληγές σου...να τις γιατρέψω μ αυτά...και έπειτα ας καώ στις φλόγες μου...μου φτάνει που θα αναγεννηθείς εσύ απ τις στάχτες...
Μόνο να ξέρω πως τα καστανά σου μάτια συναντούν ξανά, άφοβα, τις ξανθές ηλιαχτίδες...πως τα κόκκινα σου χείλη χαμογελούν χαρίζοντας ζωή ξανά...να ξέρω πως τίποτα δεν έχει μείνει να θυμίζει αυτό το κυνηγητό σου...ακροβατώντας με το θάνατο....
Συγνώμη μωράκι μου που δεν μπορώ να γίνω φοίνικας...συγνώμη μωράκι μου που το μόνο που μπορώ να σου δώσω είναι μια αγκαλιά, ένα φιλί και ένα σ αγαπάω....νιώθω τόσο ανίσχυρη...τόσο μόνη...πάντα εσύ ήσουν ο δυνατός...σε παρακαλώ μη με κατηγορήσεις για την αδυναμία μου...το ξέρεις πως εσύ ήσουν ο δυνατός...μακάρι να ήμουν εγώ εκεί που είσαι...μακάρι να έπαιζα εγώ με το θάνατο αυτό το άνισο, άδικο κυνηγητό....μακάρι....
Συγνώμη.....συγνώμη............................συγνώμη.....

Τρίτη 5 Ιουνίου 2007

Μη φοράτε πράσινα σταράκια!

Μη...μη παιδί μου φοράς πράσινα σταράκια!
Είναι δείγμα εγκληματία...
Μη...μη παιδί μου φοράς πράσινα σταράκια!
Θα σε πιάσουν με τη μία...
Μη...μη παιδί μου φοράς πράσινα σταράκια!
είναι πουτάνα η κοινωνία...
Μη...μη παιδί μου φοράς πράσινα σταράκια!
είναι δείγμα εγκληματία...
Μη...μη παιδί μου φοράς πράσινα σταράκια!
Κάθε βραδιά που θα περνά θα βλαστημάς...
Μη...μη παιδί μου φοράς πράσινα σταράκια!
Κι ο Πολύδωρας θα λέει "να με συμπαθάς..."
Μη...μη παιδί μου φοράς πράσινα σταράκια!
Θα το ξέρει όλη η Ελλάδα και η Κύπρος πως είσαι αθώος...
Μη...μη παιδί μου φοράς πράσινα σταράκια!
Εδώ είναι φυλακή...δεν θα σαι για πολύ σώος...
Μη...μη παιδί μου φοράς πράσινα σταράκια!
Ο εισαγγελέας δεν ακούει τις ειδήσεις...
Μη...μη παιδί μου φοράς πράσινα σταράκια!
Θα μείνεις για πάντα κρατημένος στις παραισθήσεις...
Μη...μη παιδί μου φοράς πράσινα σταράκια!
Και η ζωή σου θα είναι πιο ωραία...
Μη...μη παιδί μου φοράς πράσινα σταράκια!
Και θα σ αφήσουν να φύγεις...χωρίς καμιά σφαίρα "μοιραία"...
Μη...μη παιδί μου φοράς πράσινα σταράκια!
Είναι δείγμα εγκληματία...
Μη...μη παιδί μου φοράς πράσινα σταράκια!
Κι ας το ξέρει όλη η κοινωνία...
Μη...μη παιδί μου φοράς πράσινα σταράκια!
Θα σε καταδικάσει η εισαγγελεία...
Μη...με παιδί μου φοράς πράσινα σταράκια!
Είναι δείγμα εγκληματία....


Για το παιδί με τα πράσινα σταράκια....

Πιάσε το χέρι μου...

Πιάσε το χέρι μου και πάρε με απο δω, κόμπο τον κόμπο έχω υφάνει το σκοινί μου...
πιάσε το χέρι μου και πάρε με απο δω, κάποια βραδιά που θα κρεμάσω τη ζωή μου...

Αυτό είναι το ρεφρέν του τραγουδιού που ακούστηκε μέσα απ την εκπομπή του Λάκη Λαζόπουλου "Αλ τσαντίρι νιουζ"। Τραγούδι που έγραψε ο 20χρονος Χρήστος που βρίσκεται σ' ένα απ τα λεγόμενα σωφρονιστικά ιδρύματα!Γιατί; Γιατί ένα παιδί 20ετών με όλη τη ζωή μπροστά του να βρίσκεται ανάμεσα σε ανθρώπους και καταστάσεις και να βιώνει συναισθήματα αυτολύπησης,κατάθλιψης,εξαθλίωσης ενώ άλλα παιδιά στα 20τους αναρωτιούνται που να πάνε διακοπές το καλοκαίρι και αν θα περάσουν όλη την εξεταστική; Είναι άδικο δεν είναι; Αλλά θα μου πεις...τι είναι άδικο; Άδικο δεν είναι και όταν πεθαίνουν εκατομμύρια για να "σωθούν" δύο και τρεις...άδικο δεν είναι όταν η ζωή σκλαβώνεται και καλουπώνεται σύμφωνα με τα πρέπει και τα μη της εκάστοτε κοινωνίας; Άδικο δεν είναι ο Χρήστος να μην ψάχνει ξενοδοχείο στη Σαντορίνη;
Ένας άνθρωπος πάντα κάνει κάποιο λάθος...κανένας μας δεν μεγάλωσε,μεγαλώνει και θα μεγαλώνει χωρίς λάθη। Τα λάθη είναι για τους ανθρώπους και κανένας δεν μπορεί να απαγορέψει την υπαρξη τους। Λάθος εξάλλου είναι ό,τι απομένει αν απ την πραγματικότητα αφαιρέσεις τα πρέπει...
Πραγματικά όμως αξίζει σ αυτό το παιδί να ζει σ αυτό το "κολαστήριο των ψυχών" όπως ο ίδιος χαρακτηρίζει το υποτιθέμενο "σωφρωνιστικό ίδρυμα" όπου βρίσκεται; Του αξίζει να βρίσκεται εκεί τη στιγμή που οι μεγαλομέτοχοι της JP Morgan κυκλοφορούν ελεύθεροι και ανεμπόδιστοι να στήσουν την επόμενη κομπίνα τους και να κατακρεουργήσουν τις τσέπες του λαού, ζητώντας στο τέλος και τα ρέστα για την ψυχική οδύνη; Του αξίζει να βρίσκεται εκεί τη στιγμή που το δικαστικό κύκλωμα σαπίζει και οι διεφθαρμένοι δικαστές έχουν ξεπεράσει τα όρια κάθε προηγουμένου; Του αξίζει να βρίσκεται εκεί όταν δεν φτάνουν χιλιάδες Ουγκώ για να γράψουν στους "άθλιους" τη βρωμιά και την υποκρισία της πολιτικής; Του αξίζει να βρίσκεται εκεί όταν ο ελληνικός λαός εθελοτυφλεί μπροστά στην αναλγησία της πολιτικής; Του αξίζει να βρίσκεται εκεί και να κάνει παρέα στον κάθε ένα στυγνό εγκληματία του κόσμου μας; Του αξίζει;
Ένα παιδί ευαίσθητο...που έχουν καταπατηθεί όλα τα δικαιώματα του ως άνθρωπος επειδή έκανε ένα λάθος...και δεν το ξέρω ποιο είναι...ξέρετε γιατί; Γιατί ο Χρήστος φοβόταν. Φοβόταν πως αν μάθαιναν οι φύλακες ποιος έστειλε όλα αυτά στο "αλ τσαντίρι νιουζ" η ζωή του θα γινόταν χειρότερη...και η κόλαση θα ήταν παράδεισος γι αυτόν...

Πιάσε το χέρι μου και πάρε με απο δω...κόμπο τον κόμπο έχω υφάνει το σκοινί μου...
πιάσε το χέρι μου και πάρε με απο δω...κάποια βραδιά που θα κρεμάσω...
τη ζωή μου...

Για τον Χρήστο...και κάθε Χρήστο εκεί έξω...

Δευτέρα 4 Ιουνίου 2007

και το μετά...

Έχουν περάσει δέκα χρόνια απο τότε...Δεν είμαι πλέον 22 χρονών και συ δεν είσαι εδώ...Δεν είσαι εδώ και η απουσία σου με πληγώνει πιο πολύ κι απ το να μου κάρφωναν ένα μαχαίρι στην καρδιά...Στα χέρια μου κρατώ τη στάχτη σου...σ' έφερα στο αγαπημένο μας μέρος...Έτοιμη...Ετοιμη να σ αφήσω ελέυθερο...
Ανεβαίνω στα βράχια...εκεί που παίζαμε όταν ήμαστε παιδιά...και...σ αφήνω ελεύθερο...
Τα μάτια μου έχουν στερέψει απο δάκρυα τα τελευταία δέκα χρόνια..."Σ αγαπώ.." ψιθυρίζω και ορκίζομαι πως σ άκουσα να μου το λες και εσύ...Είμαι πλέον σίγουρη για το τι πρέπει να κάνω...
Βρίσκομαι στην άκρη του γκρεμού...κάτω μου απλώνονται μίλια θάλασσας...μίλια ελευθερίας...
Το αεράκι παρασύρει τα μαλλιά μου...και το τελευταίο δάκρυ...ο τελευταίος πόνος κυλάει τώρα στο πρόσωπο μου...
Κάνω ένα βήμα και...
καθώς πέφτω είμαι ευτυχισμένη...νιώθω το κορμί μου βαρύ...σαν ατσάλι...να πέφτει και να γίνεται χίλια κομμάτια πάνω στα βράχια...Εγώ όμως είμαι ευτυχισμένη...
Η ψυχή μου...είναι τώρα με τη δική σου...με βλέπεις να έρχομαι απο μακριά και μου χαμογελάς..."σε περίμενα..." μου λες και με πιάνεις απ τη μέση..."σε περίμενα να περπατήσουμε ξανά μαζί στην ακροθαλασσιά...να ακούσουμε το τραγούδι...να μιλήσουμε χαμηλόφωνα..."Σ αγαπώ..."λέω και νιώθω τόσο ευτυχισμένη...
Και έτσι σφιχταγκαλιασμένες, οι ψυχές μας...θα χορεύουν για πάντα...το βαλς της ζωής...

Τι όμορφη νύχτα...

Τι όμορφη νύχτα...τι υπέροχος ουρανός...όλα τόσο τέλεια πλασμένα,όλα τόσο τέλεια ταιριαστά...σαν εμάς...εγώ και εσύ περπατάμε ή μάλλον ονειροβατούμε στην ακροθαλασσιά...η ψυχή μου και η ψυχή σου χορεύουν σφιχταγκαλιασμένες το βαλς της ζωής...το χέρι σου με κρατάει απ τους ώμους...ενώ το δικό μου έχει γλιστρήσει πιο χαμηλά...στη μέση σου...ο ήχος των κυμμάτων είναι τώρα θεσπέσιο τραγούδι...και ο ψιθυρος της φωνής σου...λαλιά πολύ καλού τραγουδιστή...μιλάμε χαμηλόφωνα...σχεδόν ψιθυριστά...δεν θέλουμε να ξυπνήσουμε την πλάση...φοβόμαστε πως θα ξυπνήσουμε και μεις αν μιλήσουμε πιο δυνατά...θα ξυπνήσουμε απ αυτό το υπέροχο όνειρο που λέγεται ζωή...τα χείλη σου σχεδόν ακουμπάνε στο αυτί μου όταν μου ψιθυρίζεις εκείνο το πρώτο "Σ αγαπώ"...
Ξαφνικά για μένα ο κόσμος αλλάζει!Τα άστρα λάμπουν πιο δυνατά και το φεγγάρι,κρυμμένο ως τώρα βγαίνει και φωτίζει τα χλωμά σου μάτια...σε κοιτάω θαραλλέα και δακρυσμένη με τη φωνή μου να σπάει ψιθυρίζω, "και γω σ αγαπάω..."
Με σφίγγεις στην αγκαλιά σου και όλα γύρω μου μετατρέπονται σε μια πανδαισία χρωμάτων...μπλε...κίτρινο...μαύρο...ασημί...όλα ανακατεύονται στο μυαλό μου και η μυρωδιά της κολόνιας σου μου φέρνει στο μυαλό τα χρόνια που περάσαμε μαζί...μέσα απ τους λυγμούς μου σου λέω σ αγαπώ και τότε λυγίζεις και συ...δεν είμαι πια θυμωμένη...το μόνο που έχει μείνει στην καρδιά μου είναι...πόνος..."Σ αγαπάω...δεν θέλω να σε χάσω..."σου λέω κοιτώντας σε στα μάτια...
Τα χείλη μου τρέμουν...οι ανάσα μου έχει κοπεί...τα μάτια μου μουτζουρώθηκαν καθώς τα δάκρυα χάραζαν δρόμους στα μάγουλα μου...
Με κοιτάς με τα δικά σου απελπισμένα μάτια και ενώ τα δάκρυα είχαν αρχίσει να τρέχουν και σε σένα με φιλάς...με φιλάς όπως την πρώτη φορά...
Το πάθος μας παρασύρει...τα δάκρυα παύουν...πέφτουμε στην άμμο και το μόνο που υπάρχει πλέον είναι...εγώ για σένα και εσύ για μένα...
Το πρώτο φως του ήλιου μας βρίσκει γυμνούς...αγκαλιασμένους, αγαπημένους...είχα αποκοιμηθεί ακούγοντας την ανάσα σου...νιώθοντας την καρδιά σου...
Ξυπνάω τρομαγμένη...προσπαθώ να σε ξυπνήσω αλλα μάταια...αρχίζω να κλαίω και τα δάκρυα μου πέφτουν καυτά πάνω στο ακούνητο στήθος σου...αρχίζω να σε ταρακουνάω βίαια φωνάζοντας πως σ αγαπάω...πως σε χρειάζομαι...πως χωρίς εσένα πεθαίνω και εγώ...
Ξαφνικά σε νιώθω...κρύο...παγωμένο...σε παίρνω στην αγκαλιά μου και κλαίω βουβά...οι δρόμοι έχουν γίνει χαρακιές στα μάγουλα μου...στην ψυχή μου...κλαίω για πολύ ώρα...
Θεέ μου...αν ήξερα πως αυτό ήταν το τελευταίο σου βράδυ...θα σ' έπαιρνα αγκαλιά...θα σε φιλούσα και θα σου έλεγα χίλιες και παραπάνω φορές πόσο σ αγαπάω...Αν ήξερα πως ήταν το τελευταίο σου βράδυ...θα απομνημόνευα κάθε σου κίνηση...θα μάζευα κάθε σου δάκρυ...θα σταματούσα το χρόνο για μας...

Γαλάζιες Οπτασίες

Γαλάζιες οπτασίες γεμισε ξανά η καρδιά μου...όνειρα παιδικά και αβίαστα...γλυκά...με μυρωδιά βατόμουρου...γαλάζιες οπτασίες βρίσκονται τώρα στην ψυχή μου...νύχτες φεγγαρόλουστες...βράδια αξημέρωτα...και το πρώτο φιλί...με γεύση απο θάλασσα...γαλάζιες οπτασίες χτυπούν ξανά την πόρτα των αναμνήσεων στους διαδρόμους τους μυαλού...τρέχουν ξέφρενες και χορεύουν μπροστά στα μάτια μου...επίδοξες χορεύτριες της ίδιας της ζωής...γαλάζιες οπτασίες που απλά ζητούν μια παρηγοριά...ένα χάδι...ένα βράδυ...ένα φιλί...ένα βατόμουρο και θα ξανα γίνουν πραγματικές...
Γαλάζιες οπτασίες τόσο όμορφες και μακρινές...το παρελθόν περνά...το παρόν είναι εδώ και το μέλλον που θα ρθει θα είναι ο συνδυασμός τους...μα οι γαλάζιες οπτασίες πέθαναν πια...κοίτωνται νεκρές στα βάθη της καρδιάς και τα δάκρυα τη ψυχής δεν φτάνουν για να τις αναστήσουν...
Παραμένουν οπτασίες...παρελθόν και μέλλον μου συννάμα...διπλή προσευχή και υπόσχεση...
Και όλα...να μετατρέπονται...σε γαλάζιες οπτασίες...