Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2007

Νέα Υόρκη...

Ήταν αργα. Η νύχτα είχε πέσει βαριά στην πόλη. Ο κακοφωτισμένος δρόμος που οδηγούσε στο σπίτι μου έμοιαζε να έχει βγει απο ταινία θρίλερ. Προχωρούσα αργά με το κεφάλι σκυφτό προσέχοντας που πατάω, αποφεύγοντας τις λακούβες που είχαν γεμίσει νερό εξαιτίας της πρωινής βροχής. Τα τακούνια μου ακούγονταν εκωφαντικά στην τόσο ήσυχη ώρα της νύχτας. Τα πόδια μου έτρεμαν απ το κρύο, αλλά δεν μπορούσα να κάνω κάτι γι αυτό. Μόνο προχωρούσα σφίγγοντας όσο πιο πολύ μπορούσα γύρω μου το μικροσκοπικό γουνάκι που φορούσα στους ώμους μου. Τα μάτια μου ήταν πρησμένα απ το κλάμα και τα χείλη μου ματωμένα. Ματωμένα. "Είσαι μια ελεινή πουτάνα...".Φορούσα ενα μπλουζάκι μαύρο, που το μόνο που έκρυβε ήταν το στήθος μου, μια μικροσκοπική φούστα που αν έκρυβε το εσωρουχο μου θα ήμουν πολύ ευτυχισμένη, ψηλοτάκουνες μαύρες γόβες και διχτυωτό μαύρο καλσόν. Τα πόδια μου ήταν μακριά και αδύνατα. Ωραία πόδια. "Μόνο για να τα ανοίγεις και να σε γαμάνε είναι αυτά τα πόδια...".
Ξαφνικά άκουσα ένα κλαράκι να σπάει πίσω μου. Σταμάτησα για λίγο καθώς ένιωσα το αίμα να παγώνει στις φλέβες μου, και ένας κρύος ιδρώτας άρχισε να τρέχει επάνω στο κορμί μου. Αφουγκράστηκα το περιβάλλον μου. Δεν ακουγόταν το παραμικρό. Μόνο οι σταγόνες της υδροροής που έπεφταν στον δρόμο. Κούνησα το κεφάλι αποδοκιμαστικά, θα το φαντάστηκα. Ποιος τρελός θα κυκλοφορούσε εδώ τέτοια ώρα...Κατέβασα το κεφάλι ξανά στο δρόμο και συνέχισα την πορεία μου. Σε λίγο ξανα άκουσα βήμματα πίσω μου και αυτή τη φορά ήμουν σίγουρη πως κάποιος ήταν πίσω μου. Δεν σταμάτησα. Δεν γύρισα να κοιτάξω. Επιτάχυνα το βήμμα μου, όσο μου επέτρεπαν τα τακούνια μου. Τα βήμματα πίσω μου γίνονταν όλο και πιο βαριά, γρήγορα, αντρικά. Ο φόβος είχε κυριεύσει κάθε εκατοστό του κορμιού μου. Ήθελα τόσο να γίνει κάτι μαγικό και να βρεθώ στο σπίτι μου.
Συνέχισα να περπατάω γρήγορα παρακαλώντας απο μέσα μου το Θεό να μην συμβαίνει τίποτα απο όλα αυτά. Ξαφνικά η φωνή του ακούστηκε βροντερή και έκανε την καρδιά μου να πάψει να χτυπάει για μερικά δευτερόλεπτα. "Κοπελιά...πας σπίτι; Έλα σε μενα...θα σε πάω εγώ σπίτι..." είπε ο άντρας με την γλυώδη φωνή του. Ένιωσα τον εαυτό μου να αηδιάζει. Χωρίς να το χω καταλάβει είχα κοκκαλώσει. Ο άντρας με πλησίασε και άγγιξε τον ώμο μου. Μόλις αισθάνθηκα το χέρι του στρίγγλισα αηδιασμένη και άρχισα να τρέχω. Ο άντρας φάνηκε να αιφνιδιάζεται όμως έπειτα γελώντας με ένα στριγγό γέλιο άρχισε να τρέχει πίσω μου. "Μικρή μικρή, που νομίζεις πως θα κρυφτείς..." έλεγε και ξανα έλεγε μέσα στα γέλια του. Φοβόμουν τόσο πολύ και συνέχιζα να τρέχω. Πέταξα το γουνάκι μου στο δρόμο και έβαλα τα δυνατά μου για να φύγω μακριά του. Εκείνος όμως ήταν πιο γρήγορος. Με πρόλαβε και έπεσε επάνω μου κρατώντας με απ τη μέση. Το πρόσωπο μου χτύπησε στο βρεγμένο τσιμέντο και ένιωσα τον πόνο να με μουδιάζει ολόκληρη. Ο άντρας ακόμα γελούσε. Με γύρισε ανάσκελα εγώ όμως τον έβλεπα θολά, μέσα απ το αίμα που στάλαζε από ολόκληρο το πρόσωπο μου και μου έβρεχε τα μάτια. Το μόνο που ξεχώρισα ήταν το χαμόγελο του. Ένα χαμόγελο ειρωνικό, υστερικό. Τρομακτικό. "Νόμιζες ότι θα έφευγες τόσο γρήγορα απο μένα. Νόμιζες οτι ήσουν καλύτερη από μενα. Λοιπόν, σου έχω νέα. Είσαι μια πουτάνα. Και καμιά πουτάνα δεν είναι καλύτερη απο μένα. Σωστά;" μου έλεγε. Εγώ ήμουν σχεδόν αναίσθητη και δεν μπορούσα να αντιδράσω σχεδόν καθόλου. "Σωστά;" μου φώναξε ξανά κραδαίνοντας με δυνατά απ τους ώμους. "Ναι..." κατάφερα να ψελλίσω. Ο άντρας άρχισε να γελάει και πάλι. Το γέλιο του αντηχούσε δυνατό. "Το ήξερα. Και αφού είσαι πουτάνα ώρα να εξασκήσεις το επάγγελμα σου..." μου είπε και μου έσκισε το καλσον με μια απόμη κίνηση. Έπειτα ξεκίνησε να ξεκουμπώνει το παντελόνι του. "Σε παρακαλώ..." του ψιθύρισα σε μια τελευταία προσπάθεια να γλυτώσω. "Αυτό θέλω και εγώ, να με παρακαλάς..." μου είπε κολλώντας το στόμα του στο αυτί μου. Ένιωσα τα δάκρυα να κυλάνε στα μάγουλα μου και ένιωσα μεγάλη έκπληξη μ αυτό. Δεν το πίστευα πως μπορούσα ακόμα να κλάψω. Ο άντρας βλέποντας τα δάκρυα μου άρχισε πάλι να γελάει υστερικά. Έπειτα τελείωσε με το ξεκούμπωμα του παντελονιού του και μου άνοιξε τα πόδια. Δεν είχα δύναμη να αντισταθώ. Με βίασε. Μία...δύο...τρεις...πονούσα...τέσσερις...πέντε...έξι...εφ...λιποθύμησα.
Ο άντρας φοβηθηκε. Νόμιζε πως με σκότωσε και βρίζοντας έφυγε τρέχοντας μακριά μου. Έμεινα εκεί, ξαπλωμένη για περίπου οχτώ ώρες. Ούτε όταν ξημέρωσε δεν σταμάτησε ένας άνθρωπος να δει τι είχα πάθει, τι είχε γίνει.
Συνήλθα το μεσημέρι και κοίταξα αποχαυνωμένη τον ουρανό και τον κόσμο γύρω μου. Το ξεραμένο αίμα απ τις πληγές του προσώπου μου με πονούσε σε κάθε κίνηση μου. Μετά απο λίγο βρήκα το κουράγιο και σηκώθηκα. Έπρεπε να πάω σπίτι. Η μικρή ήταν μόνη της τόσες ώρες. Το αγγελούδι μου θα είχε ανησυχήσει για τη μαμά του.
Περπάτησα παραπατώντας λίγα μέτρα στο στενό δρόμο που το προηγούμενο βράδυ είχε γίνει μάρτυρας του βιασμού μου και έπειτα βγήκα στον κεντρικό. Τα αυτοκίνητα πηγαινοέρχονταν με γρήγορους ρυθμούς. Δίπλα μου περνούσαν εκατοντάδες άνθρωποι. Όλοι με τις ζωές, τα προβλήματα, τους εαυτούς τους. Δεν υπάρχει χρόνος να νοιαστούν για μια νέα κοπέλα σαν εμένα. Περπάτησα την υπόλοιπη διαδρομή για το σπίτι και κανένας δεν έριξε το βλέμμα του επάνω μου, ούτε για να με κοροιδέψουν. Μπήκα στην παλιά οικοδομή όπου και βρίσκονταν το μικρό διαμέρισμα μου και ανέβηκα τις σκάλες μέχρι τον τέταρτο όροφο. Άνοιξα την πόρτα απαλά και μπήκα μέσα. Προχώρησα στο υπνοδωμάτιο και κοίταξα την κούνια του μωρού μου. Κοιμόταν ήσυχα η μικρή Αγγελική μου. Κοιμόταν ήσυχα. Ευτυχώς που δεν ήταν ξύπνια, να δει τη μητέρα της σ αυτά τα χάλια. Πήγα στο μπάνιο και τρόμαξα με την εικόνα του εαυτού μου στον καθρεύτη. "πως μπορούσαν να μην με κοιτάνε στο δρόμο;" αναρωτήθηκα. Έπειτα κούνησα το κεφάλι και άρχισα να καθαρίζω προσεκτικά τα τραύματα του κορμιού μου. Τα τραύματα της ψυχής μου ήταν ανεξίτηλα όμως...
Αυτή η πόλη με τρομάζει...
Με τρομάζει, γιατί φοβάμαι οτί μου μοιάζει...
Νέα Υόρκη...αλήτισσα και κλέφτισσα...κοίτα πως έκανες τα παιδιά σου...

Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2007

Τα αστέρια...

"31,32,33..." μετράω τα αστέρια απόψε το βράδυ..
"34,35,36..."σ έχω κοντά μου και αυτό μου φτάνει...
"37,38,39..."η ανάσα σου αχνίζει στον κρύο αέρα...
"40,41,42..."η καρδιά σου μακραίνει μέρα με τη μέρα...
"43,44,45..."κοιτάω ψηλά και τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα...
"46,47,48..."τα δικά σου ακουμπούν το πάτωμα...
"49,50,51..."σου ζητώ να με αγκαλιάσεις...
"52,53,54..."με κοιτάς και χαμογελάς απλά...
"55,56,57..."δεν τολμώ να σ ακουμπήσω...
"58,59,60..."μου χτυπάς τον ώμο φιλικά...
"61,62,63..."μετράω τα αστέρια και κατεβάζω το κεφάλι...
".................."δεν μιλάς μόνο αφήνεις τον ώμο μου και γλιστράς απαλά μακριά μου...
".................."δεν έχω κουράγιο να σε φωνάξω...
".................."προχωράς με βήματα προς τα πίσω...
".................."νιώθω την καρδιά μου νεκρή....
".................."προχωράς και χάνεσαι αργά στο σεληνόφως...
".................."γυρίζω το κεφάλι και σε βλέπω να χάνεσαι...
".................."για μια στιγμή σταματάς...
".................."οι ελπίδες μέσα μου ζουν ξανά...
".................."βάζεις στα χέρια στις τσέπες και με έναν ελαφρύ αναστεναγμό συνεχίζεις...
".................."πεθαίνω για δεύτερη φορά...
".................."ο ήχος των βημμάτων σου χάνεται σιγά σιγά...
".................."κάθε βήμμα και ένας μικρός θάνατος για μένα...
".................."η μορφή σου δεν διακρίνεται πια...
".................."τα δάκρυα κυλούν αθόρυβα στα μάγουλα μου...
".................."σε κατάπιε η μαύρη σκιά των δέντρων...
".................."κοιτάω τη γη για λίγο και έπειτα ξανά τον ουρανό...
"64,65,66..."μετράω τα αστέρια απόψε...
"66,67,68..."μου έφτανε που ήσουν εδώ....

Τρίτη 24 Ιουλίου 2007

Δεν έχω λόγια...

Ο ήλιος ανατείλει και δύει απ το ίδιο σημείο...φωτίζει και απεγκλωβίζει τους ίδιους τόπους...η θάλασσα αγγίζει και τρέφει τα ίδια σημεία...βρέχει και στεγνώνει στους ίδιους τόπους...
Οι άνθρωποι αλλάζουν...
Απόγευμα Δευτέρας και όλα μοιάζουν μακρινά...η θάλασσα, ο ήλιος, οι άνθρωποι...ξαφνικά κοιτάζω έξω απ το παράθυρο του μεγάλου δυσκίνητου λεωφορείου και βλέπω τη θάλασσα να τρέχει δίπλα μου να με προλάβει...να μου ψιθυρίσει κάτι ακόμα,να ξανα βρέξει τα πόδια μου, να αγαπηθεί ξανά μαζί μου...την κοιτάω κατάματα...ό ήλιος δύει εκείνη την ώρα και για πρώτη φορά τον νιώθω να δακρύζει έτσι όπως βλέπω τις χρυσές του αχτίνες να πέφτουν πάνω στην γαλαζοπράσινη θάλασσα. Νομίζεις πως βρέχει χρυσάφι. Μα είναι παραίσθηση. Ψευδαισθηση. Τίποτα άλλο. Χα...οι άνθρωποι αλλάζουν...
ΒράδυΤρίτης και δεν μπορώ να καταλάβω πως πέρασαν τόσες ώρες σ ένα μόνο δευτερόλεπτο...γιατί...πριν ένα δευτερόλεπτο δεν ήταν που σε κρατούσα στην αγκαλιά μου; Έτσι μου φάνηκε...Νιώθω μόνη...τελικά πολλές φορές δεν έχει σημασία το που, το πότε και το πώς...απλά κάποιες φορές χρειάζεται μόνο μια αγκαλιά...μια αγκαλιά...και ένα φιλί...πόσο μου λείπει ένα φιλί...και ας πέρασε ένα δευτερόλεπτο ή μήπως...ένας αιώνας;
Οι άνθρωποι αλλάζουν...
Κοίτα όμως τον κόσμο αυτό...τον φτιάξαμε εσύ και γώ...και τον αφήσαμε αιώνια βασανισμένο με κανένα λυτρωμό...ακόμα κι αν η θάλασσα προσπαθεί να ξεπλύνει το αίμα...να στεγνώσει το δέρμα...
Οι άνθρωποι αλλάζουν...

Κυριακή 15 Ιουλίου 2007

Χωρίς Τίτλο 2

Δεν με πειράζουν οι δυσκολίες. Δεν με κουράζει η δουλειά. Όποια δουλειά κι αν είναι.
Δεν στεναχωριέμαι όταν δεν έχω χρήματα. Ξέρω ότι αφού προσπαθώ αργά ή γρήγορα θα έχω τόσα όσα χρειάζομαι για να ζήσω.
Αυτό που με κάνει κομάτια, με κατεδαφίζει κυριολεκτικά, είναι η κατήφεια...η απαισιοδοξία...η μέρα χωρίς χαμόγελο...η γρκίνια.
Ότι συμβαίνει στη ζωή μας- αυτό το έχω μάθει καλά- δεν είναι μόνιμο. Όλα αλλάζουν απ τη μια στιγμη στην άλλη είτε θετικά είτε αρνητικά.
Αυτό που είναι μόνιμο είναι ο θάνατος. Η οριστική απώλεια.
Όταν λοιπόν, περνά μια μέρα χωρίς χαμόγελο, χωρίς αισιοδοξία, είναι για μένα ένας μικρός θάνατος.
Και τότε θρηνώ. Και γίνομαι κομμάτια. Αρνούμαι να ζήσω μια ζωή γεμάτη απο μικρούς θανάτους. Αρνούμαι μετά απο κάθε φορά, απο μια τέτοια στιγμή, να προσπαθώ να επανασυγκοληθώ για να συνεχίσω να αγωνίζομαι γι αυτό που εγώ νομίζω ζωή. Κάθε φορά, χάνω και ένα μικρό κομματάκι απ την ψυχή μου.
Ζωή για μένα είναι να δέχεσαι ότι φέρνει το κύμμα της θάλασσαςκαι αν δεν σου αρέσει να το παλέυεις. Αν σου αρέσει να το γλεντάς. Κι αν δεν παλεύεται, θα 'ρθει το άλλο κύμα να σε πάρει και ίσως να είναι καλύτερα...ή χειρότερα.
Η ομορφιά της ζωής όμως, είναι εδώ ακριβώς. Στις εκπλήξεις. Στην πρόκληση της καθημερινότητας. Ακόμη και οι δυσκολίες έχουν τν ομορφιά τους. Γιατί όταν τις ξεπεράσεις...με όποιο τρόπο...αισθάνεσαι περήφανος. Σαν τον καπετάνιο που σώζει ετο καράβι του απο μια τρικυμία, ενώ ξέρει οτι θα 'ρθει κι άλλη...κι άλλη...κι άλλη...
Μέχρι να έρθει ο θάνατος...
Σας παρακαλώ μη με σκοτώνετε καθημερινά πριν την ώρα μου...

Παρασκευή 13 Ιουλίου 2007

Χωρίς τίτλο...

Η πίκρα στάλαξε
σαν το φαρμάκι
κι εγινε μέσα μου ωκεανός
η αγαπη άλαξε
εγινε απάτη
χωρίς εξήγηση γιατί και πως

Εμεις που ήμασταν
δυο σε ένα
κομμάτια γίναμε
μικρά...χαμένα
και απλωθήκαμε
και σκορπιστήκαμε..
στο σύμπαν όλο...
σαν κονιοφώς...

Τι να μαζέψουμε
τι να κρατήσουμε...
αν θέλεις πάμε
απ την αρχή
να γεννηθούμε...
να αγκαλιαστούμε...
να ξαναζήσουμε...
σ άλλη ζωή...

Δευτέρα 11 Ιουνίου 2007

Για τον Στέφανο Κοκολογιάννη και τη σύζηγο του...

Το παιδικό σου κλάμα έπαψε και εσύ λυτρώθηκες...το μικροσκοπικό σου κορμάκι απαλάχτηκε απ' τους πόνους και τώρα η μικρή, ανόθευφτη ψυχούλα σου...που της έμελλε να περάσει απ αυτή τη γη και αντιμετωπίσει την ανευθυνότητα κάπιων ...πετάει σαν περιστέρι κατάλευκο στον ουρανό και όλοι οι ουράνιοι άγγελοι τραγουδούν για σένα τραγούδι λυτρωτικό, απαλό...
Νανούρισμα γλυκό, που τα ξερά πια χείλη της μαμάς δεν πρόλαβαν να σου σιγοτραγουδήσουν...ματιά ζεστή και τρυφερή που τώρα τα υγρά μάτια της μαμάς σε ψάχνουν να στη δώσουν...αλλά δεν είσαι εδώ...και η ματιά μετέωρη κενή...πλέει σαν καράβι δίχως προορισμό στη θάλασσα των συναισθημάτων και η καταιγίδα της κατάθλιψης το νικά...το κατατροπώνει, το βυθίζει και τα μάτια ακόμα πιο υγρά...και η κούνια σου άδεια...δώρο της ζωής παρμένο πίσω άγαρμπα...και η κούνια βουβή...ψυχούλα ταξιδευμένη στον ουρανό των αγγέλων...και τα φορμάκια αφόρετα...ήσυχα, απαίσια, ατελείωτα βράδια...και το μπιμπερό στο ντουλάπι...
Δεν θα αγκαλιάσεις ποτέ τη μαμά...δεν θα την φωνάξεις ποτέ μαμά...δεν θα τρέξεις ποτέ στην αγκαλιά του μπαμπά...και όλα ή μάλλον τίποτα δεν θα είναι όπως παλιά...η θέση σου στο τραπέζι της ζωής θα μείνει για πάντα κενή και κανείς δεν μπορεί να την αναπληρώσει...και κανείς δεν αναλαμβάνει τις ευθύνες του...
Ήρθες σαν το χριστουγεννιάτικο δώρο ενός μικρού παιδιού, που το περίμενει όλο το χρόνο και ανυπομονεί κάτω απ το δέντρο...και όταν επιτέλους το δώρο έρθει το παιδί το αγγιξε και το δώρο έσπασε....και ο πόνος είναι απερίγραπτος...και τα δάκρυα καυτά...και η κούνια κενή...και τα φορμάκια αφόρετα...και τα κλάμματα ανύπαρκτα...και το μπιμπερό στο ντουλάπι...και η μαμά να προσπαθεί να σώσει το καράβι απ την καταιγίδα της κατάθλιψης και να μην μπορεί να κρατηθεί απο σένα...γιατί εσύ άγγελε έφυγες νωρίς...και τώρα πετάς...σε ουρανούς μακρινούς...σε χώρες μαγικές...χωρίς την αγκαλιά της μαμάς...και κανείς δεν αναλαμβάνει ευθύνες...και ΚΑΝΕΙΣ δεν σε νοιάζεται...και η μάνα πονά...
και θα πονά...
γιατί χάθηκες άγγελε...

Σάββατο 9 Ιουνίου 2007

Σπασμένα γυαλιά...

Σπασμένα γυαλιά...και το φως της νύχτας καθρεφτίζεται σε κάθε χιλιοστό τους...σπασμένα γυαλιά...και κάθε εκατοστό τους βαθιά μπηγμένο στο απαλό δέρμα...σπασμένα γυαλιά και το απαλό δέρμα μια θάλασσα απο αίμα...βάφει τώρα πια...τα σπασμένα γυαλιά...κάθε μέτρο και κενό...κάθε εκατοστό και πόνος...κάθε χιλιοστό και μοναξια...κενό...πόνος...μοναξιά...και σπασμένα γυαλιά...
Σπασμένα γυαλιά...και το μυαλό τρελαίνεται απο τα αναπάντητα γιατί...πως...πότε...το μυαλό δεν μπορεί να καταλάβει...ποτέ ξανά...σπασμένα γυαλιά...μια ζωή...μια μηχανή...μια παιδικότητα χαμένη...τραγική...βράδια...ατέλειωτα σκοτάδια...ρούχα, αρώματα και χαμένα χάδια...
Σπασμένα γυαλιά και τόση μοναξιά...χαμόγελα, μάτια γλυκά, πρόσωπα ήρεμα...όλα χάθηκαν...όλα κόπηκαν απ τα σπασμένα γυαλιά...
Σπασμένα κόκκινα γυαλιά...στην άσφαλτο κοίτωνται νεκρά...χωρίς τη λάμψη του ουρανού...έξω απ την αυλή του Θεού...Σπασμένα αιματοβαμμένα ήταν τα γυαλιά και όλα έμοιαζαν...τόσο δυνατά...ο πόνος ο μεγάλος κρύβεται σαν μικρό παιδί...κρύβεται και περιμένει μια αδύναμη στιγμή...να καρφώσει το μαχαίρι...να σε πιάσει απ το χέρι...να σε ρίξει πάλι ξανά...στα σπασμένα γυαλιά...
Μια ιστορία που δεν τελειώνει...ένα κλάμμα που δεν λυτρώνει...ένα φονικό που σκοτώνει...
Σπασμένα γυαλιά, μαζεμένα πρόχειρα στην άκρη...σκουπισμένα...μουδιασμένα απ τον πόνο και το δάκρυ...σπασμένα γυαλιά...τώρα πεταμένα...σε μια άκρη του μυαλού ναυαγισμένα...
Σπασμένα γυαλιά απο χρόνια παρατημένα...σπασμένα γυαλιά απ τη βροχή και το βοριά ξεπλυμμένα...σπασμένα γυαλιά...όχι πια αιματοβαμμένα...σπασμένα γυαλιά πια στρογγυλεμένα...σπασμένα γυαλιά...τόσο ακριβοπληρωμένα...σπασμένα γυαλιά...τόσα δάκρυα και αίμα...σπασμένα γυαλιά....στους διαδρόμους του μυαλού τώρα αφημένα...
Ίσως να ζητάς πολλά...ίσως μια ζωή, μια αγκαλιά να μην αξίζουν στη μοναξιά...ίσως πάλι τα σπασμένα γυαλιά...μια εικόνα μοναχά...ένας θάνατος χαμένος...μια απώλεια ανύπαρκτη...ένα άρωμα, ένα χρώμα, μια αγκαλιά...που δεν ταίριαζε στην μοναξιά...
Σπασμένα γυαλιά...με αίμα ποτισμένα...σπασμένα γυαλιά...τώρα πια στρογγυλεμένα...